- ἐπιθείς
- ἐπιτίθημιlayaor part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀπιθείς — ἐπιθείς , ἐπιτίθημι lay aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PARTHAMOSIRIUS — Rex Parthorum, memoratus Ael. Spartiano in Hadriano Caes. c. 5. Psamatossirim, quem Traianus Parthis Regemfecerat. Membranae Palkatinae Sarmatossirim hunc Regem indigetant et editio Mediolanensis, quod propius accedit ad Παρθημόσιριν, ut eum… … Hofmann J. Lexicon universale
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
χρώννυμι — και χρωννύω, ΜΑ 1. χρωματίζω, βάφω, προσδίδω χρώμα σε κάτι (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», Λουκιαν. β. «τεχνητὸν ἔρευθος αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.) 2. μτφ. (σχετικά με λόγο) προσδίδω ιδιαιτερότητα στο ύφος («εἶτα ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ … Dictionary of Greek